- λοξοβλεπτώ
- λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ-βλεπτώ, οξυ-βλεπτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
συλλοξοβλεπτώ — έω, Μ βλέπω λοξά κι εγώ, στραβοκοιτάζω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοξοβλεπτῶ «στραβοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek